- ἀναζωπυρήσαι
- ἀναζωπυρήσαῑ , ἀναζωπυρέωrekindleaor opt act 3rd sgἀναζωπυρήσαῑ , ἀναζωπυρέωrekindleaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναζωπυρῆσαι — ἀναζωπυρέω rekindle aor inf act ἀναζωπυρέω rekindle aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)